Ένας εξαιρετικός φίλος, ο Μάκης Πριόβολος, μου έστειλε το κείμενο που ακολουθεί και θέλω να το μοιραστώ μαζί σας
ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΑ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΔΗΜΟΥ
8.2.2012
Το καμηλό παλτό
Η κυρία στεκόταν όρθια έξω από έναν μεγάλο φούρνο στην Κηφισιά. Ήταν ντυμένη απλά αλλά καλόγουστα και φαινόταν σαν να περίμενε κάποιον. Προσπερνώντας, την άκουσα να μου ψιθυρίζει: «Συγγνώμη, πεινάμε».
Σταμάτησα κατάπληκτος, βέβαιος πως δεν είχα ακούσει καλά. Όμως η κυρία, με χαμηλωμένο βλέμμα, επανέλαβε τη φράση.
Μπήκα βιαστικός στον φούρνο, αγόρασα, έκανα ψιλά και, φεύγοντας, της έβαλα στο χέρι ένα μικρό χαρτονόμισμα. Δεν μου πήγε να δώσω κέρμα. Πρόσεξα το χέρι. Ήταν περιποιημένο. Το ψιθυριστό «ευχαριστώ» σχεδόν δεν ακούστηκε.
Το συναπάντημα αυτό με συγκλόνισε σαν γροθιά στο στομάχι. Σίγουρα κάθε φτώχεια είναι οδυνηρή, αλλά η φτώχεια του νεόπτωχου αξιοπρεπούς αστού είναι πιο σκληρή. Δεν έχει μάθει την ένδεια, ζούσε μια καλή ζωή, και ξαφνικά τα χάνει όλα. Ο άλλος, που ζει χρόνια στη φτώχεια, έχει ξεδιπλώσει στρατηγικές και άμυνες τις οποίες ο νεόπτωχος δεν υποψιάζεται καν.
Και ξαφνικά ο νους μου πήγε πολλά χρόνια πίσω. Στο τέλος της φοιτητικής μου ζωής στη Γερμανία συνεργάστηκα σε μια ταινία και είχα κερδίσει αρκετά. Από τα κέρδη μου είχα αγοράσει ένα μεγαλοπρεπές καμηλό παλτό.
Γύρισα στην Ελλάδα, βρέθηκα μέσα σε μία οικογενειακή θύελλα - με αποτέλεσμα, ενώ υπηρετώ τη θητεία μου, να πρέπει ταυτόχρονα να κερδίσω τα προς το ζην. Όχι μόνο για μένα αλλά και για τη μητέρα μου.
Πέρασα δύσκολα εκείνο τον χειμώνα και συχνά κοιμήθηκα νηστικός. Όταν δεν ήμουν υπηρεσία, φορούσα πολιτικά και χτυπούσα πόρτες για δουλειά. Έκανα τα πάντα: μεταφράσεις, μαθήματα, κείμενα, αλληλογραφία.
Θυμάμαι τι ζημιά μου είχε κάνει το καμηλό παλτό. «Μα, τι ανάγκη έχεις εσύ;» ο ένας, «Α, θα παίρνεις ακριβά!» ο άλλος. Μέχρι που βρήκα να το πουλήσω και ησύχασα. Μαζί με όσα ξεπουλήσαμε τότε -χαλιά, σερβίτσια, κοσμήματα- έφυγε κι αυτό.
Προσέξτε λοιπόν: η νέα φτώχεια φοράει συχνά καμηλό παλτό. Και ξεγελάει. Αφήστε που κρύβεται διότι ντρέπεται. Δεν έχει το θάρρος της ανάγκης της.
Αναζητήστε την εκεί που δεν την περιμένετε. Δεν ζητιανεύει στις γωνίες, ούτε απαιτεί φανερά. Αλλά, ψάχνοντας, θα μάθετε για την οικογένεια του απολυμένου πενηντάρη στελέχους που στερείται που κρυώνει γιατί δεν μπορεί να πληρώσει θέρμανση, που δεν έχει για το χαράτσι και κινδυνεύει να μείνει χωρίς ρεύμα. Κι αν μπορείτε, βοηθήστε. Διακριτικά.
ΥΠΕΡΚΕΙΜΕΝΑ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΔΗΜΟΥ
8.2.2012
Το καμηλό παλτό
Η κυρία στεκόταν όρθια έξω από έναν μεγάλο φούρνο στην Κηφισιά. Ήταν ντυμένη απλά αλλά καλόγουστα και φαινόταν σαν να περίμενε κάποιον. Προσπερνώντας, την άκουσα να μου ψιθυρίζει: «Συγγνώμη, πεινάμε».
Σταμάτησα κατάπληκτος, βέβαιος πως δεν είχα ακούσει καλά. Όμως η κυρία, με χαμηλωμένο βλέμμα, επανέλαβε τη φράση.
Μπήκα βιαστικός στον φούρνο, αγόρασα, έκανα ψιλά και, φεύγοντας, της έβαλα στο χέρι ένα μικρό χαρτονόμισμα. Δεν μου πήγε να δώσω κέρμα. Πρόσεξα το χέρι. Ήταν περιποιημένο. Το ψιθυριστό «ευχαριστώ» σχεδόν δεν ακούστηκε.
Το συναπάντημα αυτό με συγκλόνισε σαν γροθιά στο στομάχι. Σίγουρα κάθε φτώχεια είναι οδυνηρή, αλλά η φτώχεια του νεόπτωχου αξιοπρεπούς αστού είναι πιο σκληρή. Δεν έχει μάθει την ένδεια, ζούσε μια καλή ζωή, και ξαφνικά τα χάνει όλα. Ο άλλος, που ζει χρόνια στη φτώχεια, έχει ξεδιπλώσει στρατηγικές και άμυνες τις οποίες ο νεόπτωχος δεν υποψιάζεται καν.
Και ξαφνικά ο νους μου πήγε πολλά χρόνια πίσω. Στο τέλος της φοιτητικής μου ζωής στη Γερμανία συνεργάστηκα σε μια ταινία και είχα κερδίσει αρκετά. Από τα κέρδη μου είχα αγοράσει ένα μεγαλοπρεπές καμηλό παλτό.
Γύρισα στην Ελλάδα, βρέθηκα μέσα σε μία οικογενειακή θύελλα - με αποτέλεσμα, ενώ υπηρετώ τη θητεία μου, να πρέπει ταυτόχρονα να κερδίσω τα προς το ζην. Όχι μόνο για μένα αλλά και για τη μητέρα μου.
Πέρασα δύσκολα εκείνο τον χειμώνα και συχνά κοιμήθηκα νηστικός. Όταν δεν ήμουν υπηρεσία, φορούσα πολιτικά και χτυπούσα πόρτες για δουλειά. Έκανα τα πάντα: μεταφράσεις, μαθήματα, κείμενα, αλληλογραφία.
Θυμάμαι τι ζημιά μου είχε κάνει το καμηλό παλτό. «Μα, τι ανάγκη έχεις εσύ;» ο ένας, «Α, θα παίρνεις ακριβά!» ο άλλος. Μέχρι που βρήκα να το πουλήσω και ησύχασα. Μαζί με όσα ξεπουλήσαμε τότε -χαλιά, σερβίτσια, κοσμήματα- έφυγε κι αυτό.
Προσέξτε λοιπόν: η νέα φτώχεια φοράει συχνά καμηλό παλτό. Και ξεγελάει. Αφήστε που κρύβεται διότι ντρέπεται. Δεν έχει το θάρρος της ανάγκης της.
Αναζητήστε την εκεί που δεν την περιμένετε. Δεν ζητιανεύει στις γωνίες, ούτε απαιτεί φανερά. Αλλά, ψάχνοντας, θα μάθετε για την οικογένεια του απολυμένου πενηντάρη στελέχους που στερείται που κρυώνει γιατί δεν μπορεί να πληρώσει θέρμανση, που δεν έχει για το χαράτσι και κινδυνεύει να μείνει χωρίς ρεύμα. Κι αν μπορείτε, βοηθήστε. Διακριτικά.