Για μας που συνιδρύσαμε την Δημοκρατική Αριστερά (ΔΗΜ.ΑΡ.) με το όραμα του "άλλου κόμματος", της σύγχρονης, της αδέσμευτης, της ευρωπαϊκής, της δημοκρατικής, της οικολογικής, της πατριωτικής αριστεράς και όχι ενός άλλου κόμματος της αριστεράς, η απόφαση της Κ.Ε. (17/09/11), αποτελεί και πρέπει να αποτελεί σταθμό στην πορεία του κόμματος.
Ξεφεύγοντας από τον μικρόκοσμο της κομματικής περιχαράκωσης, για επιβίωση και αναπαραγωγή του όποιου μηχανισμού, επιχειρείται το «άνοιγμα προς την κοινωνία».
Το τι μορφή θα πάρει αυτό εξαρτάται από πολλούς υποκειμενικούς και αντικειμενικούς παράγοντες αλλά και από την εξέλιξη της πολύπλοκης πολιτικοκοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας στην οποία βρίσκεται η χώρα.
Ένας από τους παράγοντες, που νομίζω ‘ότι θα παίξει, αν όχι κομβικό, οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του εγχειρήματος, είναι η κατανόηση και εμπέδωση στον ευρύτερο στελεχιακό δυναμικό και στα μέλη της ΔΗΜ.ΑΡ., της αναγκαιότητας της ανασυγκρότησης του χώρου που στοχεύει στον δημοκρατικό δρόμο για τον σοσιαλισμό.
Έχοντας αμετάκλητα απορρίψει τις κομμουνιστικογενείς και πασοκογενείς(βλέπε τριτοκοσμικές) κακοποιήσεις του εννοιολογικού περιεχομένου των λέξεων «δημοκρατία», «σοσιαλισμός».
Παίρνοντας αποστάσεις από τις λαϊκίστικες ακροβασίες στα όρια της ηθικής, κοινωνικής και πολιτικής νομιμότητας.
Εμμένοντας η πολιτική πρακτική να μην παραποιεί την πραγματικότητα και να μην βιάζει την λογική με παρανοϊκές ακροβασίες.
Ευελπιστώ ότι τα παραπάνω θα τα έχουμε μαζί μας προσπαθώντας να υλοποιήσουμε την απόφαση της Κ.Ε.
Αναδημοσιεύω σήμερα το παρακάτω κείμενο γιατί το θεωρώ ότι είναι μια σημαντική συνεισφορά στον διάλογο που ανοίγει με την απόφαση της Κ.Ε. (Π. Κουτσοπίνης) 1/10/11
αναδημοσίευση από την Πολιτική Επιθεώρηση
Κρίση και μεταρρύθμιση (Για τη σοσιαλιστική δημοκρατική αριστερά)
των Στέφανου Δημητρίου και Γιάννη Παπαθεοδώρου, [1] 30.09.2011
1. Το κάλεσμα
Στην πρόσφατη απόφαση της Κ. Ε. του κόμματος της ΔΗΜ.ΑΡ. (17/09/11) καταγράφεται σαφώς η βούληση για την ανάγκη ενός εκπόνησης ενός σχεδίου πολιτικής ανασυγκρότησης του δημοκρατικού σοσιαλιστικού χώρου, καθώς και η πρωτοβουλία ενός καλέσματος σε όλες τις κομματικά ενταγμένες ή ανένταχτες δημοκρατικές δυνάμεις που θα ήθελαν να συμβάλουν σε ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο, καθοριστικό για τις πολιτικές εξελίξεις. Το κάλεσμα αυτό αφορά τους πολίτες του ευρύτερου χώρου της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, της πολιτικής οικολογίας και όλους τους προοδευτικούς πολίτες. Στο ίδιο κείμενο τονίζεται η επείγουσα ανάγκη ώστε η σοσιαλιστική δημοκρατική αριστερά να γίνει «φορέας πολιτικών ανακατατάξεων» μέσα σε ένα προγραμματικό πλαίσιο «ριζοσπαστικών μεταρρυθμιστικών αλλαγών», πέρα από το συντηρητικό νεοφιλελεύθερο περιβάλλον», αλλά και πέρα από τη «τη ρητορική μιας Αριστεράς που με ταχύτητα επιστρέφει στο παρελθόν».
Δεδομένου ότι τον τελευταίο καιρό πολλά δημοσιεύματα, καλόπιστα και μη, έχουν εκλάβει αυτό το κάλεσμα ως επιλεκτική εκλογική συμμαχία με μια συγκεκριμένη δέσμη φορέων που ταυτίζεται με τις αντιμνημονιακές πολιτικές, καλό είναι ξεκινήσει ένας δημόσιος διάλογος για το τι θα μπορούσε σήμερα να σημαίνει αυτή η ενδεχόμενη συνάντηση της ανανεωτικής αριστεράς με τη σοσιαλδημοκρατία, αν δεν θέλει να είναι απλώς ένας αθροιστικός συμβιβασμός εκλογικής επιβίωσης αλλά μια ιδεολογική χειρονομία προωθητικής ανασύνθεσης των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό το εχγείρημα είναι να γνωρίζουμε την αφετηρία και το στόχο.
Η ανανεωτική Αριστερά είναι απότοκη εξελίξεων, ρήξεων και ανασυνθέσεων μέσα στο ανανεωτικό και δημοκρατικό ρεύμα του κομμουνιστικού κινήματος. Στην πορεία αυτή, η συμφιλίωση της κομμουνιστικής αριστεράς με την έννοια του δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν ορίστηκε μόνο αντιστικτικά ως προς τον θνήσκοντα (και νυν τεθνεώτα) ‘υπαρκτό’ αλλά απέκτησε αυτοδύναμο θετικό προσδιορισμό, μέσα από την αταλάντευτη προσήλωση της ανανεωτικής αριστεράς στην προοπτική του δημοκρατικού δρόμου. Αξίζει κανείς να θυμηθεί, στο σημείο αυτό, τα λόγια του Νίκου Πουλαντζά, που συμπυκνώνουν τις συνειδητοποιήσεις και τις θεωρητικές ωριμάνσεις του δυτικού μαρξισμού, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ΄70 : «Δεν έχουμε πια τη χιλιαστική πίστη, τη βασισμένη σε μερικούς σιδερένιους νόμους μιας αναπόφευκτης δημοκρατικής και σοσιαλιστικής επανάστασης. Ένα όμως είναι βέβαιο : ο σοσιαλισμός θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός».(2)
Από τότε ως τώρα πέρασε πολύς καιρός. Το πρόβλημα αναφύεται, ωστόσο ξανά σήμερα, από τη στιγμή που τίθεται ως ζήτημα, (ως ενδεχομενική εξέλιξη της ανανεωτικής και διαρκώς ανανεούμενης αριστεράς) ο μετασχηματισμός αυτής της προοπτικής, «μετά» και «μέσα» στα πολλαπλά επίπεδα των νέων κρίσεων : μετά την κρίση της μετακομμουνιστικής αριστεράς, μετά το τέλος του «τρίτου δρόμου» της σοσιαλδημοκρατίας, μέσα στη νέο-καπιταλιστική οικονομική κρίση, μέσα στην κρίση της Ευρώπης, μέσα στην κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Δεν είναι σκοπός αυτού του άρθρου να περιγράψει την έκταση όλων αυτών των φαινομένων, αλλά να εντοπίσει και να εξειδικεύσει ορισμένες δράσεις και πρωτοβουλίες προοδευτικών συγκλίσεων, σύμφωνα με τη διακηρυγμένη παραδοχή ότι η ΔΗΜΑΡ «δεν είναι ένα άλλο ένα κόμμα της αριστεράς αλλά ένα άλλο κόμμα της αριστεράς». Κι είναι ακριβώς αυτή η δυναμική, που θα επέτρεπε σε αυτό το κόμμα της αριστεράς να πρωταγωνιστήσει σήμερα στις εξελίξεις για την πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση της χώρας.
Ποιες είναι όμως οι ιδεολογικές προϋποθέσεις της συνάντησης της ανανεωτικής αριστεράς με τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας ; Πώς μια τέτοια συνάντηση θα μπορούσε να λειτουργήσει προωθητικά για τη δημιουργία ενός νέου μεταρρυθμιστικού τόξου ; Και κυρίως, ποια μπορεί να είναι η ακολουθούμενη στρατηγική ώστε να διαμορφωθεί ένα ηγεμονικό μόρφωμα για την «κυβερνώσα αριστερά» ;
Ποιες είναι όμως οι ιδεολογικές προϋποθέσεις της συνάντησης της ανανεωτικής αριστεράς με τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας ; Πώς μια τέτοια συνάντηση θα μπορούσε να λειτουργήσει προωθητικά για τη δημιουργία ενός νέου μεταρρυθμιστικού τόξου ; Και κυρίως, ποια μπορεί να είναι η ακολουθούμενη στρατηγική ώστε να διαμορφωθεί ένα ηγεμονικό μόρφωμα για την «κυβερνώσα αριστερά» ;
2. Συμπτώσεις και συγκλίσεις.
Η συνηγορία υπέρ του ουσιώδους δεσμού ανανεωτικής αριστεράς και σοσιαλδημοκρατίας προφανώς εκκινεί από όμορους και επίκοινους πολιτικούς τόπους, στους οποίους αναγνωρίζονται τα αιτήματα της ελευθερίας και της ισότητας, της υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος, καθώς και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο ευρωπαϊκός, μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός του 20αι. όφειλε τη συνοχή του στον κανονιστικό πυρήνα αυτών των αξιακών αιτημάτων που στήριζαν τη θεσμική υπόσταση του κοινωνικού κράτους, ενώ, παραλλήλως, αποτελούσαν τους σηματωρούς των κοινωνικών κινημάτων προς τη διεκδίκηση της ουσιώδους εμβάθυνσης και πραγμάτωσής τους.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, οι αξίες του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού έχουν παντελώς εγκαταλειφθεί ή ακόμη και διασυρθεί από τη νεοφιλελεύθερη και συντηρητική σοσιαλδημοκρατία. Η δεξίωση των αρχών του επιθετικού οικονομικού φιλελευθερισμού και η σύνδεση της ελευθερίας με την ανεξέλεγκτη ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας και του κέρδους οδήγησε στην απορρόφηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας από τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά. Παρασυρμένη από την αντίληψη ότι τα βασικά «τα παραδοσιακά στοιχεία δόμησης του πολιτικού, όπως τα γνωρίζαμε, τείνουν πλέον να εκλείψουν», η νέο-σοσιαλδημοκρατία – υποστηρίζει σχετικά ο Αντρέας Πανταζόπουλος - αδυνατεί να κατανοήσει πως «η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών δεν αναιρεί τη βασική διαίρεση (κυρίαρχοι/κυριαρχούμενοι)», ούτε «ακυρώνει αυτή καθ’ αυτή την πολιτική κυριαρχία, όπως αυτή ασκείται ακόμα σε κρατικό-εθνικό πλαίσιο». Επίσης παραβλέπει το γεγονός ότι «η διαίρεση Αριστερά/Δεξιά, παρά την εμφανή της υποχώρηση (οφειλόμενη και στην άνοδο του ατομικισμού), οφείλει να συντηρείται γιατί λειτουργεί συνεκτικά και για το κοινωνικό πεδίο». Και τέλος, αδυνατεί να διακρίνει ότι η «διάκριση δημόσιου/ιδιωτικού, παρά τις αναντίρρητες ρωγμές του πρώτου και τη βουλιμία του δεύτερου, οφείλει και αυτή να συντηρείται, ανανεούμενη» Έτσι, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία παραμένει μεν ευρωπαϊκή αλλά έπαψε σταδιακά να ανταποκρίνεται σε ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές πολώσεις. «Η σοσιαλδημοκρατία χάνει όχι γιατί δεν είναι όσο «αριστερή» θα έπρεπε, αλλά γιατί η σημερινή «δεξιά» φυσιογνωμία και πρακτική της είναι το αποτέλεσμα της εξόδου της από την ήπειρο του πολιτικού».(3)
Στη χώρα μας, η αριστερή σοσιαλδημοκρατία είχε σημαντικές διαφορές με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Επί της ουσίας, για ιστορικούς λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, δεν είχαμε τέτοια παράδοση. Η πολιτική νεωτερικότητα της μεταπολίτευσης, διευκόλυνε τη δημιουργία του ποικιλόμορφου (και τώρα πια νεοφιλελεύθερου) ΠΑΣΟΚ, το οποίο απορρόφησε και συσπείρωσε τα μεγάλα κοινωνικά ρεύματα της δημοκρατικής παράταξης, στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου «σοσιαλισμού» με λαϊκιστικό πρόσημο. Η μικρή παρένθεση του «εκσυγχρονισμού», που πράγματι προσέδωσε διαφορετικά χαρακτηριστικά στη φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ, δεν μπόρεσε να αποκτήσει διάρκεια και σταθερή παρουσία, κάτω από την πίεση του εθνο-λαϊκισμού και τη μεταπολιτική ρητορική του ΠΑΣΟΚ της «νέας εποχής», υπό την ηγεσία του Γ.Α.Π. Αν εξαιρέσουμε ορισμένες παλαιότερες επεξεργασίες βραχύβιων αλλά αξιόλογων σχηματισμών του σοσιαλιστικού χώρου (π.χ. Σοσιαλιστική Πορεία, ΚΟΔΗΣΟ), που εξάντλησαν όμως νωρίς το πολιτικό τους κεφάλαιο, στην πραγματικότητα, η εγγύτερη προς την αριστερή σοσιαλδημοκρατία τάση και δέσμη ιδεών στη χώρα μας ήταν και παραμένει η ανανεωτική αριστερά στη μακρά ιστορική διαδρομή της (ΕΔΑ, ΚΚΕες. ΕΑΡ).
3. Ανανεωτική αριστερά : ιστορικό τέλος μιας πορείας ή νέος τόπος συνάντησης ;
Η ανανεωτική αριστερά σήμερα, ανάδοχος της μεγάλης αυτής παράδοσης του ευρωπαϊκού μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού ως φορέα των ιδεών και αιτημάτων της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, καλείται να παίξει ένα νέο ρόλο. Ένα ρόλο που θα εκπορεύεται από τη συμφιλίωση της ίδιας της αριστεράς με τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Αυτό σημαίνει προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, δηλαδή διατήρηση του εξισωτικού και δεοντοκρατικού πολιτικού φιλελευθερισμού, ο οποίος ίσταται στον αντίποδα του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού ώστε ο δημοκρατικός σοσιαλισμός να είναι όντως δημοκρατικός, και, συγχρόνως, να αποτελεί φορέα διεκδίκησης της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης ως αξίας συμφυούς και όχι ανταγωνιστικής προς την ελευθερία, ώστε ο δημοκρατικός δρόμος να παραμένει όντως σοσιαλιστικός.
Το περιεχόμενο της δημοκρατίας που συνέχει την ιδέα του πάντα «ανεύρετου σοσιαλισμού» που επιδιώκουμε, το αναζητούμε στον δημοκρατικό, δηλαδή τον ρεπουμπλικανικό, φιλελευθερισμό, ο οποίος προτάσσει την αξία της πολιτικής (και όχι μόνο ατομικής), ελευθερίας και της πολιτικής αυτονομίας. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για «σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία», η απάντηση στο ερώτημα για το ποια είναι η συγκεκριμένη σημασία της ελευθερίας και της δημοκρατίας βρίσκεται στη σχέση πολιτικού φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού.
Σύμφωνα με αυτή την οπτική γωνία και σε ό,τι αφορά τον πυρήνα των ιδεών και τον συνακόλουθο αξιακό προσανατολισμό της ανανεωτικής αριστεράς και του δημοκρατικού σοσιαλισμού, μπορούμε, πλέον, να υποστηρίξουμε ότι δεν πρόκειται απλώς για περιστασιακώς συνδεόμενα διεστώτα μέρη αλλά για τους συστατικούς όρους μιας οργανικής σχέσης. Η συμφυής σχέση των δύο όρων, παρά τις όποιες μερικότερες διαφορές, μπορεί να προσδιορίσει την ανανεωτική αριστερά ως φορέα των ιστορικών ιδεών αλλά και ως νέο πλαίσιο αναπροσδιορισμού και συνάντησης των αξιών της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας : ως κατεξοχήν, δηλαδή, τόπο συνάντησης και πολιτικής έκφρασης του δημοκρατικού σοσιαλισμού στη χώρα μας, μετά τις τύχες της κομμουνιστικής αριστεράς και τις μεταλλάξεις της σοσιαλδημοκρατίας.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, το κάλεσμα το κόμματος πρέπει να συμβάλει στη δημιουργία ενός νέου «μεταρρυθμιστικού τόξου», ενός νέου μεταρρυθμιστικού πολιτικού υποκειμένου, το οποίο, με πυρήνα τη ΔΗΜΑΡ, θα επιχειρήσει να ανακαθορίσει το συσχετισμό δυνάμεων, που έχει παγιωθεί ανάμεσα σε μια παλαιοημερολογίτικη αριστερά (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ), στο «χαμένο κέντρο» της νέο-σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ) και τις δύο εκδοχές της «δεξιάς πολυκατοικίας» (ΝΔ, ΛΑΟΣ). Είναι προφανές πως η δημιουργία αυτού του τόξου δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο στη διατύπωση αποσπασματικών μέτρων και τυχαίων ή ευκαιριακών συγκλίσεων. «Πίσω από τις “πολιτικές”, σημείωνε εύστοχα - με άλλη αφορμή και για άλλο κόμμα τότε- ο Γιάννης Βούλγαρης, «πρέπει να υπάρχει η ευδιάκριτη Πολιτική ενός σύγχρονου μεταρρυθμιστικού κόμματος, η οποία θα ερμηνεύει τις αλλαγές που συνταράσσουν το βιωματικό χώρο των απλών ανθρώπων, θα δίνει νόημα στις συγκρούσεις και θα εμφορείται από το γενικό έστω όραμα, μιας δίκαιης κοινωνίας».(4)
Αυτό το ρόλο θεωρούμε πως καλείται να παίξει σήμερα η ΔΗΜΑΡ, στο μερίδιο που της αναλογεί, χωρίς να προσπαθεί να είναι κάτι που δεν είναι : δεν είναι ένα υποκατάστατο του ΠΑΣΟΚ, δεν είναι μια κεντρογενής δύναμη, δεν είναι μια λαϊκιστική συσπείρωση εργατικών και μεσαίων στρωμάτων. Είναι, ωστόσο, η μια πολιτική δύναμη, που αφορά άμεσα, βιωματικά και καθημερινά όλους εκείνους τους πολίτες που μοιράζονται, με αποχρώσεις έστω, τις θεμελιώδεις αρχές της ταυτότητας μας: «δημοκρατικός σοσιαλισμός - αριστερός ευρωπαϊσμός - μεταρρυθμιστική στρατηγική –οικολογική εγρήγορση». Μέσα σε ένα πολιτικό σύστημα που καταρρέει, η ΔΗΜΑΡ δεν πρέπει να αρκεστεί στο ρόλο ενός κόμματος «εκτάκτου ανάγκης» αλλά να μεταβληθεί στην «κινούσα δύναμη», που θα προκαλέσει την αναδιάταξη του δημοκρατικού προοδευτικού χώρου. Σημαντικός παράγοντας σε αυτή τη διαδικασία, βέβαια, είναι η ίδια η κρίση καθώς οι ασκούμενες πολιτικές γύρω από την κρίση. Το ερώτημα που προκύπτει σε αυτό στο σημείο είναι εύλογο : Με ποιους όρους μπορεί να λειτουργήσει ένας «ριζοσπαστικός μεταρρυθμισμός» μέσα σε αυτές τις συνθήκες ;
4. Πέρα από την «πολιτική των διλημμάτων»
Εδώ και καιρό, τουλάχιστον από την περίοδο που ξέσπασε η κρίση, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται υπό την ομηρία ενός διπλού πολιτικού εκβιασμού. Από τη μια μεριά, η κυβέρνηση προβάλλει το «δόγμα του αυτονόητου» σαν έναν υποχρεωτικό μονόδρομο προκειμένου να εφαρμοστούν πολιτικές ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων, με ελάχιστη ή και μηδενική νομιμοποίηση. Οι όποιες «μεταρρυθμίσεις» εμφανίζονται ως τυχαίο προϊόν πιέσεων της Τρόικας και όχι ως οργανικό στοιχείο ενός αυτοδύναμου και ολοκληρωμένου πολιτικού σχεδίου εξόδου από την κρίση. Από την άλλη μεριά, το «Αντμνημονιακό μέτωπο» επιμένει να δίνει σε όλες τις πολιτικές αλλαγών είτε δημοψηφισματικό χαρακτήρα είτε χαρακτήρα «πολιτικής ανυπακοής», προκειμένου να επιβεβαιώσει μια ψευδεπίγραφη αντιστασιακότητα. Αν στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή, το υποκείμενο της ρητορικής επίκλησης είναι το αναμορφωμένο «έθνος» του «νέου πατριωτισμού», στη δεύτερη περίπτωση, ο εν μέρει υπαρκτός και εν μέρει επινοημένος «λαός των φτωχών» καλείται να πει όχι στην Τρόικα, όχι στην παγκοσμιοποίηση, όχι στους ακρωτηριασμούς που επιβάλλονται από την «Ευρώ-Τεχνοδομή» (sic).
Αντίστοιχα, η ιδεολογική πόλωση στήνεται κι αυτή με μεταπολιτικούς όρους. Από τη μια μεριά, ο πρωθυπουργός δηλώνει πως «έχουμε πόλεμο» και μεταμορφώνει τη Βουλή σε ένα διακοσμητικό σώμα μειωμένης ευθύνης για τη διαρκή ψήφιση «εκτάκτων μέτρων». Από την άλλη μεριά, το ετερόκλητο «κόμμα του Αντι-μνημονίου» διαμορφώνει τους όρους προκειμένου η θυμική αγανάκτηση των πολιτών να μετατραπεί σε μόνιμη πολιτική συμπεριφορά : καχυποψία απέναντι στους θεσμούς, χαοτική χρεοκοπία, έξοδος από το ευρωζώνη, εθνο-κοινοτιστικές αναδιπλώσεις, νοσταλγία της δραχμής, πληβειακότητα. Η κυβέρνηση υπόσχεται ένα μέλλον «εθνικής σωτηρίας» ερήμην της κοινωνίας και μεγαλύτερο μέρος της αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης υπόσχεται ένα μέλλον που «θα έρθει» δήθεν από το χρεοκοπημένο παρελθόν. Σύμφωνα, μάλιστα, με αυτή την απλουστευτική λογική, είτε υποστηρίζει κανείς την «προλεταριακή στάση πληρωμών» (ΣΥΡΙΖΑ) είτε υποστηρίζει «ένα άλλο μείγμα μέτρων που θα εξαλείψει το έλλειμμα σε ένα χρόνο» (ΝΔ), έχει apriori το δίκιο με το μέρος του αφού, εν τέλει, η προτεινόμενη λύση δεν υποχρεώνει κανέναν για οτιδήποτε. Ας μη γελιόμαστε : το «αντι-μνημόνιο» λειτουργεί περισσότερο ως μια λυτρωτική φαντασίωση παρά ως ρεαλιστική πολιτική εξόδου από την κρίση. Τους τελευταίους μήνες, το ΔΝΤ έχει γίνει το πιο πετυχημένο αρκτικόλεξο που σφραγίζει, πλέον, τη νέα λαϊκιστική δημαγωγία και την αντικατάσταση της αγωνιστικής δημοκρατίας από την ευκαιριακή «δοξοκρατία». Έτσι όπως εξελίσσεται η «πολιτική των διλημμάτων», ανάμεσα σε όσους βλέπουν το Μνημόνιο ως «το μόνο υπαρκτό σχέδιο» για το βίαιο εκσυγχρονισμό της χώρας και σε εκείνους που βλέπουν «στρατούς κατοχής» να σαρώνουν τα κεκτημένα της μεταπολίτευσης, ολοένα και περισσότερο γίνεται φανερό πως η οικονομική κρίση έχει ήδη οδηγήσει στην αποδυνάμωση της δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας.
Μια κοινωνία, όμως, που διαρκώς εκβιάζεται «από πάνω» και «από κάτω» δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί άμεσα σε κρίση αντιπροσώπευσης. Τα πρόσφατα ποσοστά που συγκέντρωσε το «κόμμα της αποχής» είναι το πρώτο δείγμα μιας ανησυχητικής αποστασιοποίησης από τις διαδικασίες που εμπλέκουν το πολιτικό σώμα της κοινωνίας, τους πολίτες, στην εκούσια παραγωγή της πολιτικής. Και η αποχή βέβαια εμπεριέχει συγκαιριακές ή και μονιμότερες «αρνήσεις» που δύσκολα μπορούν να ενσωματωθούν στους δημοκρατικούς θεσμούς και τα υπάρχοντα κόμματα. Από την άλλη μεριά, η ηθική διαπόμπευση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας με το στιγματισμό της «συντεχνίας», όχι μόνο δεν εξομαλύνει τις νέες κοινωνικές εντάσεις αλλά τις επιτείνει. Ο επικίνδυνος δρόμος μιας βίαιης κοινωνικής έκρηξης είναι, πάντως, για μια ακόμη φορά, ανοιχτός, και μάλιστα, πέρα από τις ως τώρα γνωστές ακροδεξιές και ακροαριστερές εκδοχές του.
5. Η «κινούσα δύναμη»
Για όσους πιστέψαμε και πιστεύουμε στο εγχείρημα της ΔΗΜ. ΑΡ., αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι μόνο η πολιτική οριοθέτηση του εαυτού μας έναντι της υπόλοιπης αριστεράς αλλά η επινόηση μιας συνθήκης που θα επιτρέψει στις δημοκρατικές δυνάμεις του τόπου και στην κοινωνία των πολιτών να αναπτυχθεί σε μια νέα δημόσια σφαίρα, εντός του «πολιτικού». Το πείραμα που ξεκίνησε με τις μεγάλες συμβολικές νίκες στην τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να γενικευθεί, γιατί αυτό είναι το μόνο πείραμα που μπορεί να επανασυνδέσει την αριστερά με την ηγεμονική πολιτική. Τι ακριβώς έγινε σε αυτές τις εκλογές ; Η ΔΗΜΑΡ επένδυσε στις ρωγμές ενός συστήματος που κατέρρεε, την ίδια ώρα που η κοινωνία αναζητούσε το απαραίτητο οξυγόνο για την ανανέωση της τοπικής διακυβέρνησης. Έστω και οριακά, οι επιλογές της ΔΗΜΑΡ έδειξαν ότι μπορούν να υπερβούν την «πολιτική των διλημμάτων» και την παραδοσιακή κομματική μηχανική. Η ΔΗΜΑΡ δεν απευθύνθηκε ούτε στους πασοκικούς «πατριώτες» ούτε στο «λαό των φτωχών». Δημιούργησε ένα νέο ακροατήριο : τον «δήμο των πολιτών». Κι αυτός ο δήμος πήρε την υπόθεση στα χέρια του, αποφασίζοντας για το άμεσο μέλλον του. Κάπου εκεί, στις ρωγμές του συστήματος, πρέπει να αναζητήσει ο χώρος μας το ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να συμμετάσχει στην προσπάθεια αναδόμησης μιας εύρωστης δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας. Κάπου εκεί πρέπει να κινηθεί και το ιδεολογικό στίγμα μιας σύγχρονης αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Το σύνθημα μας, «οι πολίτες στην πολιτική, η πολιτική στους πολίτες», πρέπει να είναι γίνει μια υπαρκτή δυνατότητα και όχι ένα ρητορικό τέχνασμα. Η κρίση, ας μη το ξεχνάμε, δεν είναι μόνο μια στιγμή μετάβασης αλλά είναι και μια στιγμή επιλογής, αναστοχασμού και αυτογνωσίας. Από αυτή την άποψη, η ΔΗΜΑΡ πρέπει να προωθήσει μια νέα πολιτική συμμαχία, που να ανταποκρίνεται σε αυτές τις ρωγμές της «απραγματοποίητης δημοκρατίας».(5)
Σήμερα, που «η μετακίνηση του ΠΑΣΟΚ σε θέσεις οικονομικού φιλελευθερισμού και η μετακίνηση των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς είτε σε παλαιοκομμουνιστικές και άκρως αντιευρωπαϊκές θέσεις, είτε σε θέσεις μαξιμαλιστικού ριζοσπαστισμού, δημιουργεί ένα μεγάλο πολιτικό κενό» ,(6) σήμερα που ένα μεγάλο κομμάτι του προοδευτικού κόσμου αναζητεί μια νέα πολιτική έκφραση/ έμπνευση, η ΔΗΜΑΡ πρέπει και μπορεί να πρωταγωνιστήσει σε όλες εκείνες τις πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, στις προγραμματικές συμφωνίες για μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, και κυρίως στη συνδιαμόρφωση ενός νέου «μεταρρυθμιστικού χάρτη» για μια Ελλάδα, που δεν θα είναι επαίτης αλλά στρατηγικός σύμμαχος των υπόλοιπων κρατών-μελών της Ε.Ε. Η πρόσφατη πολιτική απόφαση της Κ.Ε. του κόμματος ανοίγει το δρόμο για ένα νέο πεδίο συνάντησης της ανανεωτικής αριστεράς με τη σοσιαλδημοκρατία. Ορίζει μια νέα «πολιτική γεωγραφία» ∙ ένα νέο χώρο που μπορεί να κατοικηθεί από όλους τους δημοκρατικούς πολίτες που τους αφορά η υπεράσπιση της κοινωνίας και του δημόσιου συμφέροντος. Το κάλεσμα αυτό διαμορφώνει, πάνω από όλα, τις συνθήκες για την επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων και τη δημιουργία ενός νέου «μεταρρυθμιστικού τόξου», που θα αναλάβει τη δέσμευση για την έξοδο από την κρίση με προοδευτικό πρόσημο.
Όλοι έχουμε συνειδητοποιήσει πως αυτό που μας χωρίζει – για όσο καιρό μας χωρίζει, αυτές τις δραματικές εβδομάδες - από την ουσιαστική χρεοκοπία είναι το δάνειο και οι όροι διαπραγμάτευσης της αποπληρωμής του. Επίσης, όλοι έχουμε συνειδητοποιήσει πως η οποιαδήποτε λύση δεν μπορεί να είναι στενά «εθνική» αλλά εμπεριέχει τον ανακαθορισμό της ίδιας της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η αλήθεια είναι λοιπόν ότι χρειάζεται μια ισχυρή προοδευτική ηγεμονία, που θα διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή με άξονα ένα ευρύ δημοκρατικό και μεταρρυθμιστικό σχέδιο ανασυγκρότησης του κράτους και της κοινωνίας, το οποίο θα υπερβαίνει κατά πολύ το στενό πλαίσιο του μνημονίου, τόσο σε θεματικό όσο και σε χρονικό ορίζοντα. Δεν χρειάζεται, βέβαια, να υπενθυμίσουμε το αυτονόητο : πρώτος και σταθερός στόχος πρέπει να είναι η αποφυγή της χρεοκοπίας της χώρας.
Πριν από αρκετό καιρό, ο ίδιος ο πρωθυπουργός χαιρέτισε το ιδρυτικό μας συνέδριο, απευθύνοντας μια πρόσκληση διαλόγου, σε μια «ψηφίδα» - όπως την αποκάλεσε – της αριστεράς. Έχουμε επίγνωση των ορίων μας και δεν πάσχουμε από μεγαλοϊδεατισμό. Φιλοδοξούμε, ωστόσο, να μην είμαστε απλώς μια «ψηφίδα» αλλά να γίνουμε το «ψηφιδωτό» που θα συστεγάσει την ποικιλόμορφη προοδευτική πολιτική, με άξονα το ριζοσπαστικό μεταρρυθμισμό, τη διεύρυνση της δημοκρατίας και τις μεγάλες κοινωνικές συναινέσεις, που είναι αναγκαίες προκειμένου να επιβληθούν στο κράτος και στην οικονομία οι τομές που χρειάζονται. Το ζήτημα για εμάς δεν είναι να γίνουμε απλώς μια «κυβερνητική αριστερά» αλλά να διαμορφώσου τον πυρήνα μιας νέας ηγεμονίας. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό το σχέδιο είναι η αναβίωση της πολιτικής ελπίδας, που δεν μπορεί παρά να έρθει από την αριστερά, τη δημοκρατική αριστερά. Σήμερα που ο ιστορικός κομμουνισμός κατέρρευσε και η νέο-σοσιαλδημοκρατία έχει παρακμάσει, δε χρειάζεται να ψάχνουμε σωσίβια στο ναυάγιο τους. Το στοίχημα για μια νέα επινόηση της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας είναι μπροστά μας. Αρκεί να μάθουμε να κοιτάμε τον κόσμο με άλλο βλέμμα, για να διαπιστώσουμε πως η αριστερά, η δημοκρατική αριστερά, όπως έλεγε ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, «όχι μόνο δεν έχει συμπληρώσει τη διαδρομή της αλλά μόλις την έχει αρχίσει».
-----
[1] Ο Στέφανος Δημητρίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Και οι δύο είναι μέλη της Οργάνωσης του 7ου Διαμερίσματος Αθήνας της ΔΗΜ.ΑΡ. Το παρόν άρθρο αποτελεί περισσότερο ένα «κείμενο εργασίας» γύρω από τις πρόσφατες αποφάσεις της Κ. Ε. του κόμματος.[2] Νίκος Α. Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, μτφρ. Γιάννης Κρητικός, Θεμέλιο, Αθήνα, 1980 (γ΄έκδοση), σ. 378-379.
[3] Αντρέας Πανταζόπουλος, «Γιατί χάνει η σοσιαλδημοκρατία», Ελευθεροτυπία, 26/07/2008. Βλ. τώρα, http://www.ananeotiki.gr/el/readText.asp?textID=2746&catID=0&fontStyle=V
[4] Γιάννης Βούλγαρης, Η πρόκληση της ηγεμονίας. Ελλάδα, Ευρώπη, Αμερική, Παγκοσμιοποίηση, Πόλις, Αθήνα, 2003, σ. 31.
[5] Για την προβληματική αυτή βλ. Stuart Hall κ.ά., Η απραγματοποίητη δημοκρατία,μτφρ. Ελεάνα Πανάγου, Futura, Αθήνα, 2010.
[6] Δημήτρης Χατζησωκράτης, «Ανασυγκρότηση του δημοκρατικού σοσιαλιστικού χώρου», http://www.ananeotiki.gr/el/readText.asp?textID=6216