"...Ο λαϊκισμός είναι, ο τρόπος να προσπαθείς να κρατάς τους πιθανούς ψηφοφόρους σου ικανοποιημένους, εξυπηρετώντας στο μέτρο των δυνάμεών σου κάθε λογική και παράλογη απαίτησή τους..."
"...λαϊκιστικά δόγματα, που ανθίζουν λόγω της οριστικής έξωσης του δημοκρατικού διαλόγου, χωρίς κραυγές και αλαλαγμούς αλλά με ορθολογικά επιχειρήματα, από τη δημόσια σφαίρα...""...για να συγκαλυφθεί η πιθανότητα να κοιταχτεί αυτή η κοινωνία στον καθρέφτη, να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζει, να αντιληφθεί τι την οδήγησε ως εδώ, να προσανατολιστεί σε σχέση μ’ αυτό που είναι και που μπορεί να κάνει..."
"...Η αριστερή προσχώρηση στο λαϊκισμό σημαίνει την εγκατάλειψη τόσο της υπεράσπισης των καθολικών αξιών και του δημοσίου συμφέροντος όσο και του ορθολογικού, νηφάλιου και υπεύθυνου τρόπου να τοποθετείται απέναντι στα πράγματα. Η αριστερά αποχαιρετά έτσι τη διαφωτιστική κληρονομιά από την οποία προέρχεται και βουτάει με το κεφάλι στο μεταμοντέρνο σύμπαν στο οποίο αδυνατεί να προσανατολιστεί ο οποιοσδήποτε, πόσο μάλλον η ίδια..." [1]
Στον απόηχο των λεχθέντων στην ΔΕΘ από τους πολιτικούς αρχηγούς και τους κάθε είδους εκπροσώπους και σχολιαστές, υμνητές κλπ, αναδημοσιεύω σήμερα ένα, κατά την άποψή μου, σημαντικό κείμενο του Θανάση Πολλάτου από τον ιστότοπο arguments.gr. (Π.Κουτσοπίνης)
Ο λαϊκισμός, οι πελατειακές σχέσεις και η αριστερά
Ο Νομπέρτο Μπόμπιο, στο βιβλίο του Το μέλλον της δημοκρατίας κάνει μια πολύ χρήσιμη διάκριση μεταξύ της ψήφου γνώμης και της ψήφου συναλλαγής.
Οι πολίτες που ψηφίζουν σύμφωνα με τη γνώμη τους ψηφίζουν το κόμμα ή τον πολιτικό που ανταποκρίνεται στις δικές τους αξίες, εκείνο που πιστεύουν πως θα υπηρετήσει καλύτερα το δημόσιο συμφέρον.
Αντίθετα, κάποιοι άλλοι πολίτες ψηφίζουν σύμφωνα με το ατομικό τους συμφέρον, προτιμούν το κόμμα ή τον πολιτικό που θα τους εξυπηρετήσει καλύτερα με σκοπό να ωφεληθούν οι ίδιοι από αυτή τους την επιλογή.
Προεκτείνοντας περαιτέρω την επισήμανση του Μπόμπιο πως η ψήφος συναλλαγής υποκαθιστά όλο και περισσότερο την ψήφο γνώμης θα λέγαμε ότι σιγά σιγά και τα ίδια τα κόμματα εξελίσσονται σε κόμματα συναλλαγής υιοθετώντας και ενσαρκώνοντας το μοντέλο του πελατειακού πολιτικού συστήματος.
Ο ρόλος των κομμάτων δεν είναι πια να αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένες ιδεολογίες, αλλά να εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα. Τα συμφέροντα αυτά δεν είναι μόνο συμφέροντα μεγαλοεκδοτών, μεγαλοεργολάβων κ.λπ., αλλά και συμφέροντα απλών «καταναλωτών» που θέλουν να ικανοποιήσουν τα μικροσυμφέροντά τους: να διορίσουν το παιδί τους στο δημόσιο, να μεταθέσουν ευνοϊκά το γιο τους που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία κ.λπ.
Ονομάζω τα άτομα που συνδιαλέγονται με την πολιτική εξουσία με αυτόν τρόπο καταναλωτές και όχι πλέον πολίτες, υπονοώντας πως η πολιτική σφαίρα αποκτά πλέον τα χαρακτηριστικά της οικονομικής σφαίρας (της καπιταλιστικής αγοράς), καθώς οι όροι με τους οποίους λειτουργεί είναι όροι οικονομικοί (συμφέρον, συναλλαγή κ.λπ.).
Το πελατειακό σύστημα συνιστά μια μορφή του γενικού εξοικονομισμού της πολιτικής δηλαδή της ιμπεριαλιστικής κατάληψης της δημόσιας (αλλά και της ιδιωτικής) σφαίρας από τον οικονομισμό. Λέγοντας οικονομισμό, λοιπόν, δεν πρέπει να εννοούμε μόνο την τοποθέτηση της οικονομίας στο επίκεντρο των ενασχολήσεων μιας κοινωνίας, αλλά και τη σταδιακή μόλυνση όλων των τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας με τους όρους λειτουργίας, τις νόρμες και τις αξίες που ως σήμερα βασίλευαν μόνο στην οικονομική σφαίρα. Στα πλαίσια αυτά, οι ανθρώπινες σχέσεις μπορεί επίσης να βασίζονται στο συμφέρον, οι πολιτικές δυνάμεις να συναλλάσσονται με τους καταναλωτές και τους υποστηρικτές τους, οι άνθρωποι να «επενδύουν» συναισθηματικά στους άλλους, να κάνουν συναισθηματικά ανοίγματα ανάλογα των χρηματιστηριακών κ.λπ.
Η διαφθορά που χαρακτηρίζει τον δημόσιο τομέα ειδικά στην Ελλάδα, δηλαδή το γεγονός πως οι δημόσιοι λειτουργοί χρηματίζονται και οι καταναλωτές μπορούν να αγοράσουν δικαστικές αποφάσεις, διπλώματα οδήγησης ή οικοδομικές άδειες αν λαδώσουν, αποτελεί μια ακόμα πτυχή του πελατειακού συστήματος αυτή που αντιστοιχεί όχι μόνο στους πολιτικούς, αλλά και στους δημοσίους υπαλλήλους.
Η κεντρική σχέση η οποία ορίζει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων σε όλο και περισσότερα επίπεδα είναι αυτή της οικονομικού τύπου συναλλαγής. Θεωρείται, λοιπόν, όλο και πιο φυσικό να χρηματίζεις ένα δημόσιο λειτουργό για να σε εξυπηρετήσει ακόμα κι αν πρόκειται για ένα γιατρό που πληρώνεται από το δημόσιο για να κάνει τη δουλειά του. Το ίδιο ισχύει και για έναν υπουργό που χρηματίζεται από μια εταιρεία όπλων για να αγοράσει υποβρύχια απ’ αυτήν, από έναν άλλον που χρηματίζεται για να αναθέσει ένα έργο σε κάποιον εργολάβο κ.ο.κ.
Το επίπεδο της καρκινικής επέκτασης του πελατειακού συστήματος αναδεικνύεται στο μεγαλείο του στην περίπτωση ενός κόμματος (δηλαδή του πυλώνα του αντιπροσωπευτικού συστήματος) που χρηματοδοτείται με τέτοιο μαύρο χρήμα.
Καθώς από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις θίγονται κυρίως τα κόμματα -ή οι ομάδες- εξουσίας τα οποία εκ των πραγμάτων μπορούν να κάνουν τέτοιες εξυπηρετήσεις, τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν το δικό τους τρόπο να συμμετέχουν στο πελατειακό σύστημα. Ο λαϊκισμός είναι ο τρόπος να προσπαθείς να κρατάς τους πιθανούς ψηφοφόρους σου ικανοποιημένους εξυπηρετώντας στο μέτρο των δυνάμεών σου κάθε λογική και παράλογη απαίτησή τους. Και, για αν είμαστε ακριβείς, η εξυπηρέτηση των απαιτήσεων των πιθανών ψηφοφόρων από τα κόμματα της αντιπολίτευσης συνίσταται στις υποσχέσεις που δίνουν πως θα ικανοποιήσουν τα αιτήματά τους όταν θα γίνουν κυβέρνηση (για την αξιωματική αντιπολίτευση) και στην αγωνιστική συμπαράσταση (για τα μικρά κόμματα).
Για την αριστερά που παραδοσιακά θεωρούσαμε πως εκπροσωπούσε ένα άλλο αξιακό σύστημα που αντίκειτο στους όρους της καπιταλιστικής αγοράς, η προσχώρηση στο λαϊκισμό και στο πελατειακό σύστημα σημαίνει παράκαμψη της αξιακής της προσήλωσης σε ιδέες όπως η ισότητα και η δικαιοσύνη και η άνευ όρων παράδοσή της στην ψηφοθηρία.
Έτσι, η αριστερά στη Ελλάδα[1] μπορεί να υποστηρίζει τα ιδιωτικά συμφέροντα μερικών μειοψηφικών ομάδων της κοινωνίας που θίγονται από μερικά μέτρα της κυβέρνησης.
Το πάθος για την αναζήτηση ψήφων είναι ένας από τους παράγοντες της προσχώρησης στο πελατειακό σύστημα, δηλαδή της υπεράσπισης ιδιωτικών συμφερόντων και οριστική λήθη κάθε αναφοράς σε καθολικές αξίες όπως η ισονομία, η ισοπολιτεία, το δημόσιο συμφέρον, η αξιοκρατία κ.λπ.
Το πρώτο κριτήριο, λοιπόν, υπεράσπισης ενός αιτήματος από την αριστερά είναι η δυνατότητα προσπορισμού ψήφων. Το δεύτερο είναι η γενική αντίθεση του αιτήματος σε μια πολιτική που θεωρείται πάντα με γενικούς όρους «αντιλαϊκή», στην περίπτωσή μας την πολιτική του μνημονίου. Φυσικά, η πολιτική του μνημονίου δεν είναι μια πολιτική που περιλαμβάνει μόνο αρνητικά μέτρα, όπως παρουσιάζεται από το λαϊκιστικό δόγμα που συνενώνει γενικευτικά τον κάθε πικραμένο ανεξαρτήτως προέλευσης και αιτήματος. Ο διαμαρτυρόμενος έχει πάντα δίκιο, νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, ανεξαρτήτως ποιος πληρώνει το μάρμαρο. Αυτή η λαϊκιστική γενίκευση έχει καλλιεργηθεί τους τελευταίους μήνες από το πρότυπο λαϊκιστικό μέσο, την τηλεόραση, και πάνω σε αυτή τη γενίκευση αναπτύσσονται μια σειρά επιμέρους λαϊκιστικά δόγματα, που ανθίζουν λόγω της οριστικής έξωσης του δημοκρατικού διαλόγου χωρίς κραυγές και αλαλαγμούς αλλά με ορθολογικά επιχειρήματα από τη δημόσια σφαίρα. Οι παβλοφικοί νόμοι επιστρατεύονται σε κάθε συγκυρία για να υπερασπιστεί κάθε συντεχνιακό αίτημα και για να συγκαλυφθεί η πιθανότητα να κοιταχτεί αυτή η κοινωνία στον καθρέφτη, να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζει, να αντιληφθεί τι την οδήγησε ως εδώ, να προσανατολιστεί σε σχέση μ’ αυτό που είναι και που μπορεί να κάνει.
Έτσι, ο αριστερός εθνικισμός μπορεί να κόπτεται πως «η χώρα είναι υπό κατοχή» όπως κραυγάζει εν μέσω του παραληρήματος που εμφανώς τον διακατέχει ο Μίκης Θεοδωράκης και ο τηλεοπτικός λαϊκισμός αλά Αυτιάς να ασχημονεί για τις κομμένες συνταξούλες εκεί που ο εκδιωγμένος από το λαϊκισμό δυτικός ορθολογισμός θα ήθελε και θα έπρεπε να αναλύσει με ψυχραιμία και υπευθυνότητα την κατάσταση.
Στην ουσία, πρόκειται για τη γενίκευση της μανιχαϊκής σκέψης της σταλινικής αριστεράς που προσανατολίζεται βάφοντας τον κόσμο ασπρόμαυρο, εκριζώνοντας κάθε πιθανότητα κριτικής σκέψης και κατασκευάζοντας το πρότυπο του μαζανθρώπου που υπακούει τυφλά στις εντολές του κόμματος, σκέφτεται και μιλάει με συνθήματα.
Η υστερική εκδήλωση του διανοητικού αδιέξοδου της αριστεράς, τουτέστιν η λοβοτομική παράδοση σε έναν αλαλάζοντα λαϊκίστικο δογματισμό που αναγνωρίζει μόνο τους όρους του δυαδικού συστήματος «υπέρ» ή «κατά» του μνημονίου οφείλει να τροφοδοτείται επιπλέον από τη γενική ασυναρτησία και την παντελή αδυναμία συγκρότησης του παραμικρού ψήγματος λογικού επιχειρήματος και συνεκτικού λόγου, γεγονός επιβεβαιωνόμενο και από την υιοθέτηση του προτάγματος της ιδεολογικής ασυναρτησίας τύπου Ζίζεκ και σία.
Η αριστερή προσχώρηση στο λαϊκισμό σημαίνει την εγκατάλειψη τόσο της υπεράσπισης των καθολικών αξιών και του δημοσίου συμφέροντος όσο και του ορθολογικού, νηφάλιου και υπεύθυνου τρόπου να τοποθετείται απέναντι στα πράγματα. Η αριστερά αποχαιρετά έτσι τη διαφωτιστική κληρονομιά από την οποία προέρχεται και βουτάει με το κεφάλι στο μεταμοντέρνο σύμπαν στο οποίο αδυνατεί να προσανατολιστεί ο οποιοσδήποτε, πόσο μάλλον η ίδια.
Καλό ταξίδι!
[1] Δεν αναφέρομαι στην αριστερά χωρίς εξαιρέσεις. Αλλά ας θυμόμαστε πως η παθογένεια είναι τόσο βαθιά, που το τεκμήριο της αθωότητας υποκαθίσταται από τη γενικευμένη καχυποψία.