Αναδημοσίευση από το blog CONSTINHO, via Radical Desire
Ηπείρου κι Αχαρνών. Σταυροδρόμι στοιχειωμένο από ανάσες και σκιές, ιδρωμένα ίχνη από το καθημερινό συναξάρι της βιοπάλης, βήματα που μαρτυράνε μόχθο και όνειρα -για κόσμους άλλους κι ουρανούς, πιο φωτεινούς- βήματα που μαρτυράνε -ζωές μάρτυρες.
Ο κάτω από την Πατησίων κόσμος, εκεί διαβαίνει την πύλη για να ανέβει στον πάνω κόσμο,εκεί στρίβει το τρόλεϊ για ν'ανέβει προς το κέντρο, επιβάτες συνωστίζονται με την ελπίδα να συναντηθούν, τρεις στάσεις παρακάτω, με τα όνειρά τους, τις δουλειές τους, τη δουλειά, μια δουλειά.
Σταυροδρόμι στοιχειωμένο από φονικά. Ο Καζάκος, πάνε δώδεκα χρόνια τώρα, συναντούσε εκεί -σταυροδρόμι Ηπείρου και Φυλής, λίγο μετά τα μεσάνυχτα- το θύμα αριθμός οκτώ, τον γεωργιανό Γκιόργκι Κουντεσιάνι, ο οποίος λίγες σφαίρες μέτα έγινε ο νεκρός αριθμός δύο, στην κανιβαλική βόλτα του Καζάκου που άφησε παρακαταθήκη αίματος άλλον ένα νεκρό και εφτά ανθρώπους σακατεμένους -κάποιοι σήμερα με ολική αναπηρία. Πριν τρία χρόνια, το στοιχειό μίλησε ακόμα πιο πεζά, πιο ελληνικά πιο ανατολίτικα, αφήνοντας στην άσφαλτο ένα νεκρό σώμα, μετά από διαμάχη οδηγών για την προτεραιότητα. Έλληνας που τουφεκάει έλληνα.
Το σταυροδρόμι έχει καταγράψει πάνω του θύτες και θύματα όλων των πιθανών -φυλετικών και κοινωνικών, ας πούμε- συνδυασμών: ξένος πάει από έλληνα, έλληνας πάει από έλληνα, έλληνας πάει από ξένους -και την πάντα ανάξια, ως "συνήθη", λόγου περίπτωση του ξένος πάει από ξένο.
Την πρώτη φορά, μειδιάσαμε με ενόχληση, ενόχληση που χτυπούσε κατευθείαν το θυμικό της αξιοπρέπειας μας, σύμφωνα με το οποίο ακόμα κι αν οι ρατσιστικές ιδέες νομιμοποιούνταν σε κάποιο μυαλό, το βήμα από το ρατσισμό στο φόνο από κάποιο χέρι, και όχι μυαλό, παρέμενε αποκρουστικό.
Ο Καζάκος ήταν ένας παράφρων, ένας πειραγμένος, ένας απολωλός απομακρυσμένος εντελώς από τα κοινωνικά ανακλαστικά μας και τις νόρμες του δημοσίου βίου μας. Γρήγορα τον ξεχάσαμε -κι αυτόν και τα ανακλαστικά μας.
Το έλληνας από έλληνα δεν ήταν παρά ένα παράδοξο ακραίο του δελτίου συμβάντων της αστυνομίας·μια κλισέ κουβέντα στο στόμα κάθε ταρίφα με κοινωνική συνείδηση, αν τύχαινε να σε περάσει από εκείνο το σημείο: "Σικάγο γίναμε, τσ τσ τσ...".
Στην πρόσφατη δολοφονία του 44χρονου, στη συμβολή της μαρτυρικής Ηπείρου με την Γ'Σεπτεμβρίου, η δολοφονία απέκτησε πρόσημο -θυμίζοντάς μας χυδαία ότι ως κοινωνία μέχρι τώρα δεν είχαμε αξιωθεί να δώσουμε ήδη ένα πρόσημο, το χειρότερο πρόσημο, στην πράξη της δολοφονίας καθεαυτή, στην αφαίρεση ζωής·της κάθε ζωής.
Η δολοφονία ως μέσο του οργανωμένου ή λιγότερο οργανωμένου εγκλήματος για να βιοποριστεί ή να πλουτίσει, έγινε αίφνης κοινωνικό ζήτημα, πυροδότησε αντιδράσεις και απελευθέρωσε περόνες στα μετερίζια της κοινωνικής έντασης, αλλά όχι επειδή ο φόνος ως μέσο μας ήταν πάντα απεχθής.
Στο λόγο που συνόδευσε το γεγονός, δεν ήταν ο φόνος καθαυτός που ενόχλησε και όργισε κάποιους -ο φόνος ως η απόλυτη απαξίωση της ανθρώπινης ζωής- αλλά τα άκρα του διανύσματος που διέγραψε το μαχαίρι. Δεν σκοτώθηκε άνθρωπος, σκοτώθηκε έλληνας. Από ξένο.
Και το επόμενο ξημέρωμα, δεν σκοτώθηκε άνθρωπος, σκοτώθηκε κάποιος από το Μπαγκλαντές. Οπότε άλλη κουβέντα αυτή.
Γιατί αν ο φόνος ήταν πράγματι το αποκρουστικό απότοκο μιας κοινωνίας που δεν μας κάνει, αν το έγκλημα σε όλες του τις μορφές ήταν ο κοινός εχθρός μας, τότε κάθε φορά που κάποιος έπεφτε στοιχειώνοντας το τετράγωνο Ηπείρου και Αχαρνών, θα ματώναμε μέσα μας.
Και ούτε πορείες και διαμαρτυρίες, ούτε γκρουπάκια στο φέησμπουκ.
Οι τόσο οργισμένοι κάτοικοι (και κάτοικοι) της περιοχής, δεν άφησαν την οργή να ξεχειλίσει όσο ο δρόμος στοίχειωνε με αίμα όλα αυτά τα χρόνια. Δεν την άφηναν να ξεχειλίσει όσο το στοιχειό έγραφε πάνω στις ζωές των διαβατών ότι όλο και πιο ληγμένοι μπορεί να περνούν από αυτό το σταυροδρόμι καθώς πάνε να συναντήσουν τα όνειρά τους, όλο και πιο νεκροί, όλο και πιο νεκροί ως ζωντανοί.
Ο κάτω από την Πατησίων κόσμος σιγά σιγά γινόταν απλά ο κάτω κόσμος, όσο οι ζωές των ανθρώπων -όλων των ανθρώπων, ντόπιων και ξένων- έπεφταν, και έπεφταν, και έπεφταν, καταδυόμενες σε βάθη απροσμέτρητα, εκεί που συναντά κανείς μόνο όρια και πάτο: τα όρια της επιβίωσης, τον πάτο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, το βάρβαρο παζάρεμα για τα στοιχειώδη και τα αυτονόητα.
Τα ανακλαστικά μας όμως δεν επανήλθαν στην εποχή του Καζάκου.
Ξένος πήγε από έλληνα -και πήγε πάλι επειδή ήταν ξένος.
Αλλά αυτή τη φορά δεν τον σκότωσε κάποιος παράφρονας, κάποιος απολωλός του συστήματος.
Τώρα πλέον έναν τέτοιο φόνο, μπορούμε να τον συμψηφίσουμε, μπορούμε να τον ζυγίσουμε, μπορούμε και να τον προσπεράσουμε. Τώρα πλέον το συζητάμε το θέμα: έχουμε γεμίσει λαθρομετανάστες, δεν χωράμε άλλους, μας παίρνουν τις δουλειές, να τους φιλοξενήσεις εσύ σπίτι σου και άλλα τέτοια όμορφα που ακούς από κάθε ταρίφα, τεκμήριο ότι ακόμα κι αυτή η βόλτα* ασχήμηνε σ'αυτή την πόλη.